διθυραμβικός — dithyrambic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στο διθύραμβο: Εικάζεται πως η τραγωδία ξεκίνησε από τη διθυραμβική ποίηση. 2. ο εγκωμιαστικός: Η θεατρική πρεμιέρα εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διθυραμβικά — διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc pl διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός dithyrambic fem nom/voc/acc dual διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός dithyrambic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικώτερον — διθυραμβικός dithyrambic adverbial comp διθυραμβικός dithyrambic masc acc comp sg διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικῶν — διθυραμβικός dithyrambic fem gen pl διθυραμβικός dithyrambic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικόν — διθυραμβικός dithyrambic masc acc sg διθυραμβικός dithyrambic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικοῖς — διθυραμβικός dithyrambic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικοί — διθυραμβικός dithyrambic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικοῦ — διθυραμβικός dithyrambic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβικῆς — διθυραμβικός dithyrambic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)